ἀποθησαυρίζει

ἀποθησαυρίζει
ἀποθησαυρίζω
store
pres ind mp 2nd sg
ἀποθησαυρίζω
store
pres ind act 3rd sg
ἀποθησαυρίζω
store
pres ind mp 2nd sg
ἀποθησαυρίζω
store
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευπερίκτητος — εὐπερίκτητος, ον (Α) αυτός που αποθησαυρίζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί κτητος «αυτός που έχει μεγάλη περιουσία» (< περι κτώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αποθησαυρίζω — ισα, βάζω στην μπάντα, αποταμιεύω: Είχε το πάθος να αποθησαυρίζει και μάλιστα σε ξένα νομίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”